fragmenta

*

[…] Από τον καιρό του πολέμου (γύρω στα 1916/1917) μου έχει χαραχτεί στο μυαλό η παρακάτω εμπειρία: η μητέρα μου έρχεται στο σπίτι και μου λέει: “αγόρι μου, ξεκίνησε η επανάσταση, έλα, πάμε έξω”. Προχωρούσαμε κατά μήκος της Βιλμερσντόρφερ Στράσε, και όλος ο δρόμος ήταν γεμάτος κόσμο που προσπαθούσε να σηκώσει τα στόρια των καταστημάτων για να τα λεηλατήσει. Εκείνη την εποχή υπήρχε ένα σώμα έφιππης αστυνομίας. Με το που εμφανίζονται αυτοί οι αστυνομικοί, αρχίζουν να τρέχουν με τα άλογά τους μέσα στον κόσμο και να χτυπούνε με τα ξίφη τους. Ο κόσμος είχε κατατρομάξει — κυρίως είμαστε γυναίκες και παιδιά της ηλικίας μου. Τότε συνέβη κάτι που μου έχει καρφωθεί σαν εικόνα στη μνήμη. Μας είχαν διπλαρώσει δυο έφιπποι αστυνομικοί, και προσπαθούσαν με τα πίσω πόδια των αλόγων να μας λιώσουν πάνω σε έναν τοίχο. Εκείνο τον καιρό οι γυναίκες φοράγανε καπέλα που είχανε μεγάλες καρφίτσες, και μια γυναίκα λοιπόν, που βρισκότανε δίπλα μου, τραβά την καρφίτσα από το καπέλο της και την μπήγει στα καπούλια του αλόγου. Μονομιάς το άλογο σηκώνεται στα πισινά του πόδια. Ο αστυνομικός έπεσε κάτω στο δρόμο, και ποδοπατήθηκε από τις γυναίκες και τα παιδιά. Αλλά τότε έπεσαν πολλοί πυροβολισμοί και τελικά η μάζα άρχισε να αραιώνει, γιατί όλο και ερχόντουσαν ενισχύσεις της αστυνομίας.

–Π. Μάτικ, από μια συνέντευξη του 1977 (link @ espace contre ciment)

*